- πανευέφοδος
- παν-ευ-έφοδος, sehr leicht zugänglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] … Dictionary of Greek
πανευέφοδον — πανευέφοδος quite easy of access masc/fem acc sg πανευέφοδος quite easy of access neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)